θηρευτικῶς

θηρευτικῶς
θηρευτικός
of
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θηρευτικός — ή, ό (Α θηρευτικός, ή, όν) [θηρευτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι, που είναι ειδικός στο να κυνηγά, κυνηγετικός αρχ. 1. αυτός που κυνηγά, που επιδιώκει κάτι 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ θηρευτική (ενν. τέχνη) η θήρα, το κυνήγι 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”